-
1 переходный
κ.переходнойεπ.1. διαβατικός, για διάβαση. || προβιβαστικός•-ые экзамены προβιβαστικές εξετάσεις.
2. μεταβατικός•переходный возраст μεταβατική ηλικία•
-ая эпоха μεταβατική εποχή•
переходный глагол μεταβατικό ρήμα.
-
2 глагол
(грам) το ρήμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > глагол
-
3 глагол
глаголм грам τό ρήμα:вспомогательный \глагол τό βοηθητικό[ν] ρήμά переходный \глагол τό μεταβατικό[ν] ρῆμα· непереходный \глагол τό ἀμετάβατο[ν] ρῆμα· возвратный \глагол τό μέσο[ν] ρήμα.